βασταγάριος

βασταγάριος
βασταγάριος
transport-worker
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βασταγάρης — ο (Μ βασταγάριος) [βασταγή] 1. βαστάζος, αχθοφόρος 2. αξιωματούχος της Εκκλησίας που κρατάει την εικόνα εορταζόμενου αγίου κατά τη λιτανεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”